ειδική φοβία, anxiety control titika mitsopoulou, τιτίκα μητσοπούλου ψυχολόγος

Ειδική Φοβία αίματος, ένεσης, τραύματος και λιποθυμία.

Ειδική Φοβία αίματος, ένεσης, τραύματος και λιποθυμία

Ο όρος ειδική φοβία αναφέρεται στον επίμονο, υπερβολικό ή /και παράλογο φόβο ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή κατάστασης. Π.χ. φόβος για τα σκυλιά, τα ύψη, το νερό, τις καταιγίδες, τον σεισμό, την οδήγηση, τα αεροπορικά ταξίδια. Ο άνθρωπος που πάσχει από τη διαταραχή αποφεύγει να έρθει σε επαφή με το αντικείμενο ή την κατάσταση που φοβάται. Επίσης όταν αυτό δεν είναι εφικτό μπορεί να την υπομείνει με δυσκολία εμφανίζοντας συχνά έντονο άγχος.

Από το πλήθος των ειδικών φοβιών ξεχωρίζει η φοβία που αφορά το αίμα, τις ενέσεις,  τα τραύματα και τις ιατρικές διαδικασίες, εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης της. Σε όλες τις άλλες διαταραχές άγχους, χαρακτηριστικό σωματικό σύμπτωμα είναι η ταχυκαρδία. Αντίθετα σε αυτή τη διαταραχή ο ασθενής στην επαφή του με το φοβογόνο ερέθισμα εμφανίζει μία εν μέρει διαφορετική βιολογική προδιάθεση. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η μείωση των καρδιακών παλμών και η πτώση της αρτηριακής πίεσης. Ως αποτέλεσμα η κλινική του εικόνα εμπλουτίζεται από λιποθυμίες.

Είναι σύνηθες πάσχοντες με άλλες φοβίες, να αισθάνονται ή/και να φοβούνται μήπως λιποθυμήσουν. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, ασθενείς με φοβία αίματος είναι επιρρεπείς σε λιποθυμία. Επίσης λιποθυμούν πραγματικά ακόμα και στη φανταστική επαφή με τα φοβογόνα αντικείμενα. Όπως επίσης ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «αίμα» ή στον ήχο των νοσοκομειακών σειρήνων. Έτσι συχνά αποφεύγουν για χρόνια τον οδοντίατρο, τις εξετάσεις αίματος, αλλά και επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις που θα μπορούσαν να τους σώσουν την ζωή. Επίσης κάποιες γυναίκες με την διαταραχή αυτή μπορεί να αποφεύγουν να τεκνοποιήσουν. Αυτό γιατί αδυνατούν να εμπλακούν στον τοκετό και σε οποιαδήποτε ιατρική διαδικασία προηγείται. Άλλες αποφυγές μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό της επαγγελματικής και της κοινωνικής τους ζωής. Η πιθανότητα και μόνο της λιποθυμίας μπροστά σε κόσμο, πυροδοτεί συναισθήματα ντροπής και ταπείνωσης.

Ειδική Φοβία αίματος, ένεσης, τραύματος και λιποθυμία

Η φοβία αίματος – ένεσης – τραύματος συνιστά μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες ειδικές φοβίες στους ενήλικες και των δύο φύλων. Επίσης έχει ισχυρό το στοιχείο της κληρονομικότητας. Δηλαδή παρουσιάζει συχνή εμφάνιση στα μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι πάσχοντες φαίνεται να αναζητούν θεραπεία όταν είναι επείγουσα ανάγκη. Π.χ. όταν πρέπει υποχρεωτικά να υποβληθούν σε εξετάσεις αίματος, να κάνουν κάποιο χειρουργείο ή όταν αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Π.χ. να συνεχίσουν τις σπουδές τους ή την καριέρα τους ως δάσκαλοι, νοσοκόμοι, γιατροί.

Η μέση ηλικία έναρξης της φοβίας είναι τα 6 χρόνια. Αντίθετα η μέση ηλικία αναζήτησης θεραπείας είναι τα 30. Σε αναζήτηση των λόγων αυτής της καθυστέρησης επιστημονική μελέτη υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών δεν γνωρίζει την ύπαρξη της φοβίας αυτή. Επομένως ούτε την ύπαρξη αποτελεσματικής θεραπείας. Θεωρεί μάλιστα το πρόβλημά του προσωπική ευαισθησία. Αρχικά περιμένει να περάσει με την ηλικία και όταν δει ότι αυτό δεν συμβαίνει απογοητεύεται και το μεταφράζει ως ένδειξη αδυναμίας χαρακτήρα.

Ειδική Φοβία αίματος, ένεσης, τραύματος και λιποθυμία

Η θεραπεία εκλογής για την συγκεκριμένη διαταραχή άγχους είναι Ψυχοθεραπεία Συμπεριφοράς. Με κύρια τεχνική την εφαρμοσμένη ένταση των μυών. Αυτή προκαλεί αύξηση της πίεσης του αίματος και των παλμών της καρδιάς. Συγκεκριμένα ο ασθενής μαθαίνει καθώς έρχεται σε επαφή με τα φοβογόνα ερεθίσματα πώς να σφίγγει διαδοχικά όλους τους μύες του σώματός του με τέτοιο τρόπο ώστε να μη συμβεί η βραδυκαρδία και το λιποθυμικό επεισόδιο. Σταδιακά παύει να αποφεύγει και ανακτά την αυτοπεποίθηση του. Αυτό γιατί για πρώτη φορά έχει στα χέρια του ένα τόσο ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο για να χειριστεί το πιο δυσάρεστο σύμπτωμα της φοβίας του που είναι οι λιποθυμίες.

Συνοψίζοντας, η ειδική φοβία αίματος, ένεσης τραύματος είναι η μοναδική διαταραχή άγχους που μπορεί να γίνει απειλητική για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του ασθενή. Η άγνοια γύρω από τη φύση της διαταραχής και την ύπαρξη της αποτελεσματικής της θεραπείας, μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες, τόσο για τον πάσχοντα, όσο και για τον επαγγελματία ψυχικής υγείας που προσπαθεί να τον βοηθήσει.